plug adapter - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

plug adapter - translation to ρωσικά

ACCESSORY FOR CONNECTING TWO OTHERWISE INCOMPATIBLE DEVICES OR WORKPIECES
Adaptor; Socket adapter; Travel adapter; Plug adapter; Travel adaptor; World Travel adapter kit; Adapters; Adaptors
  • This [[mains power plug]] travel adapter allows British plugs to be connected to American or Australian sockets.
  • A "power cube"-type AC adapter

plug adapter         

общая лексика

переходная патронная колодка

колодка штепсельная патронная

adaptor         

[ə'dæptə]

общая лексика

адаптор

адапторный

синоним

adapter

adapter         
1) адаптер, дополнительная кассета к фотоаппарату
2) адаптер, устройство для установки сменных объектов
3) переходное устройство, устройство сопряжения

Βικιπαίδεια

Adapter

An adapter or adaptor is a device that converts attributes of one electrical device or system to those of an otherwise incompatible device or system. Some modify power or signal attributes, while others merely adapt the physical form of one connector to another.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για plug adapter
1. The cord is terminated with a 3.5mm plug, and a screw–on phono plug adapter is provided for connecting to stereos and AV receivers.
Μετάφραση του &#39plug adapter&#39 σε Ρωσικά